- τροχιοδείκτης
- ο трассер, трассирующий состав
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τροχιοδείκτης — και τροχιοδείχτης, ο, Ν μηχανισμός που τοποθετείται στη βάση μικρού βλήματος και καθιστά φωτεινή την τροχιά του. [ΕΤΥΜΟΛ. < τροχιά + δείκτης / δείχτης] … Dictionary of Greek